Πως σχετίζονται οι διαταραχές στον προφορικό λόγο με τις ειδικές μαθησιακές διαταραχές;

Ένα παιδί όταν ξεκινάει το σχολείο θα πρέπει να έχει ολοκληρώσει την ανάπτυξη του προφορικού του λόγου. Αυτό εξαιτίας της αλληλεξάρτησης του γραπτού με τον προφορικό λόγο. Ένα παιδί που έχει δυσκολίες στον προφορικό λόγο, έχει μεγάλες πιθανότητες να μεταφέρει αυτές τις δυσκολίες και στο γραπτό. Αν για παράδειγμα συγχέει όταν μιλάει το /Σ/ με το /Θ/ ή το /Δ/ με το /Β/ και αυτό συμβαίνει γιατί δεν μπορεί να αντιληφθεί την διαφορά των 2 φθόγγων θα τα μπερδεύει και στο γραπτό λόγο. Αν έχει δυσκολία στην έκφραση δυσκολεύεται να επιλέξει τις λέξεις που χρειάζονται, να τις βάλει στη σωστή σειρά έτσι ώστε να δώσει στο συνομιλητή του να καταλάβει τι θέλει να πει πιθανότατα θα έχει δυσκολίες και στη γραπτή έκφραση – στο «Σκέφτομαι και γράφω» ή στα διαγωνίσματα. Όταν οι δυσκολίες συνδέονται και με την κατανόηση, το παιδί δηλαδή δεν μπορεί να αναλύσει μια μεγάλη πρόταση στα μέρη της για να την κατανοήσει ή πολλές έννοιες χώρου ή χρόνου δεν τις κατανοεί τότε θα έχει δυσκολία να καταλάβει αυτό που διαβάζει.
Το παιδί στο σχολείο πρέπει να είναι λεκτικά εύστοχο, να ακριβολογεί, να έχει ευχέρεια λόγου για να μπορεί να αντεπεξέλθει στις συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις του σχολείου. H έγκαιρη και σωστή διάγνωση τυχόν διαταραχών στο λόγο και την ομιλία, η επιλογή του σωστού θεραπευτικού προγράμματος και η σύγχρονη δουλειά με την οικογένεια διευκολύνουν την ομαλή ένταξη ενός παιδιού με δυσκολίες στο σχολικό πλαίσιο.

Πως μπορούμε να βοηθήσουμε την γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού μας;

Οι γονείς δεν πρέπει να είναι σε μία συνεχή κατάσταση άγχους σε σχέση με την εξέλιξη της ομιλίας του παιδιού τους, να ανυπομονούν, να κρέμονται από τα χείλη του, να το πιέζουν να μιλήσει σωστά.
Εξάλλου είναι φυσιολογικό ένα παιδί μέχρι να κατακτήσει ένα φθόγγο να τον κάνει λάθος. Είναι φυσιολογικό ένα τρίχρονο παιδί να λέει /nejo/ ή /nelo/ αντί για /nero/ ή /papelo/ αντί για /kapelo/. Εκεί στα 3 χρόνια μπορεί να υπάρχει και μία περίοδος φυσιολογικού τραυλισμού που οφείλεται στην ραγδαία ανάπτυξη του λόγου. Θα κρατήσει λίγο. Αν οι γονείς πανικοβληθούν και εστιάσουν την προσοχή τους σε αυτό θα δυσκολέψουν περισσότερο το παιδί.
Από την άλλη όμως δεν πρέπει να «αδιαφορούν» σε εισαγωγικά μπροστά στην δυσκολία του παιδιού. Να ανατρέχουν σε συγγενικά πρόσωπα που άργησαν να μιλήσουν για να εξηγήσουν και να λύσουν το πρόβλημα της δυσκολίας του παιδιού.

Ποια είναι η φυσιολογική εξέλιξη του λόγου;

Αναφερόμενοι στην φυσιολογική εξέλιξη του λόγου θα ξεκινήσουμε από την πρώτη φάση την προλεκτική, που διαρκεί μέχρι το πρώτο έτος περίπου. Στους πρώτους 4 μήνες της ζωής του παιδιού οι μόνοι κυρίως ήχοι που βγαίνουν από το παιδί είναι το κλάμα με το οποίο το παιδί δηλώνει και οι γονείς αναγνωρίζουν πείνα, πόνο κ.λ.π. Μετά τον 3ο -4ο μήνα αρχίζει να παράγει ήχους, που είναι πιο κοντά στην ομιλία, μια σειρά από σύμφωνα και φωνήεντα που βοηθούν το παιδί να δοκιμάσει τα όργανα της ομιλίας του, να παίξει με αυτά.
Στην αρχή αυτά τα ψελλίσματα είναι μονότονα, σταδιακά όμως μέσω της μίμησης αρχίζουν να διαφοροποιούνται, να αποκτούν μελωδία, συχνά δίνουν την αίσθηση μιμούμενα ότι κάνουν δηλώσεις.
Αυτά σε επίπεδο έκφρασης, σε επίπεδο αντίληψης το παιδί από τις πρώτες εβδομάδες της ζωής του ξαφνιάζεται, τρομάζει ή ξυπνάει από δυνατούς ή απότομους ήχους. Από τον 1ο μήνα επικοινωνεί με τους γονείς του με τα μάτια, γύρω στον 3ο μήνα χαμογελάει, στον 4ο γυρίζει το κεφάλι προς την πλευρά από την οποία ακούγεται ένας ήχος. Στον 6ο μήνα γίνεται εκλεκτικό στους ήχους, διαλέγοντας κάποιους στους οποίους αντιδρά και αγνοώντας κάποιους άλλους.
Αργότερα δείχνει να κατανοεί κάποιες λέξεις όπως το όνομά του, το «όχι» το «μη», κοιτάει εικόνες που του δείχνει η μαμά του, δείχνει τα αντικείμενα που θέλει, αναπτύσσει στρατηγικές για να πάρει αυτό που θέλει π.χ. προσπαθεί να σηκωθεί για να πιάσει κάτι.
Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να ενισχύουν και να εμπλουτίζουν αυτήν την πρώιμη επίλυση προβλημάτων και αυτονομία του παιδιού. Να αφήνουν περιθώρια στο παιδί να αναζητήσει και να θελήσει κάτι, να μην του τα δίνουν όλα στο χέρι. Γύρω στον πρώτο χρόνο, ανάλογα με το παιδί μπορεί να είναι 1 – 2 μήνες νωρίτερα ή αργότερα, το παιδί μειώνει τον μεγάλο αριθμό των ήχων της προηγούμενης περιόδου, όπου υπήρχαν και ήχοι που δεν είχαν σχέση με τη μητρική γλώσσα, και λέει την πρώτη λεξούλα.
Οι πρώτες λέξεις, που αποτελούνται συνήθως από σύμφωνα όπως /p/ /b/ /t/ /d/ /m/ και τα φωνήεντα είναι /mama/, /baba/, /tata/, /papa/ κ.ά. και αναφέρονται σε πρόσωπα και αντικείμενα του άμεσου περιβάλλοντος – είναι ονόματα ανθρώπων, ζώων, αντικειμένων, που χρησιμοποιούνται από το παιδί όχι απλώς σαν ονομασίες αλλά για να δηλώσουν πιο περίπλοκες καταστάσεις. Για παράδειγμα το παιδί λέει «μαμά» και εννοεί «μαμά έλα εδώ» ή «που είναι η μαμά». Μια φυσιολογική διαδικασία είναι η Γενίκευση λεξιλογίου κατά την οποία το παιδί ονομάζει πχ γάτα όλα τα ζώα, αλλά και ο περιορισμός λεξιλογίου που το παιδί ονομάζει πχ σκύλο μόνο το δικό του σκύλο. Μετά τον πρώτο χρόνο το λεξιλόγιό του παιδιού αναπτύσσεται γρήγορα. Έτσι γύρω στους 18-24 μήνες το παιδί ξέρει αρκετές λέξεις, οπότε μπαίνει στη διαδικασία του συνδυασμού των 2 λέξεων. Και αυτές οι πρώτες φράσεις μπορεί να σημαίνουν περισσότερα απ’ όσα διατυπώνουν. Έτσι η φρασούλα «μπαμπά μπάλα» μπορεί να σημαίνει:
• Μπαμπά δώσε μου την μπάλα
• Ο μπαμπάς παίζει μπάλα
• Μπαμπά έλα να παίξουμε μπάλα και άλλα πολλά

Η κατανόηση και σε αυτό το στάδιο όπως και σε όλα τα στάδια ανάπτυξης του λόγου είναι πολύ πιο πλούσια από την έκφραση. Έτσι το παιδί εκτελεί απλές εντολές όπως «Δώσε μου την μπάλα», ή «Κάθισε κάτω» οι οποίες σταδιακά εμπλουτίζονται και γίνονται πιο περίπλοκες π.χ. «Πήγαινε στο τραπέζι και φέρε μου το μολύβι». Κατανοεί προτάσεις όπως «Τις καραμέλες θα τις φας στο σπίτι όχι εδώ».
Μετά τα 2 χρόνια και μέχρι τα 3 το παιδί έχει περάσει στις προτάσεις. Προτάσεις που γραμματικά δεν είναι ολοκληρωμένες, έχουν όμως βασική δομή π.χ. «Πάω πάρω μπάλα» ή «φάω μεγάλη σοκολάτα». Αυτές οι προτάσεις μοιάζουν λίγο ή πολύ με τηλεγραφήματα – τους λείπουν άρθρα, προθέσεις, επιρρήματα. Καθώς οι γνώσεις του παιδιού αυξάνονται εμφανίζεται ο πληθυντικός αριθμός, εμφανίζονται έννοιες, το παιδί ξέρει τη χρήση και τη σχέση των αντικειμένων.
Η πιο ραγδαία εξέλιξη του λόγου σε όλα τα επίπεδα –στην άρθρωση, στο λεξιλόγιο, στις προτάσεις, στη γραμματική ορθότητα συντελείται μεταξύ 3 και 5 ετών. Το παιδί χρησιμοποιεί χρόνους, αρνητικές προτάσεις, έννοιες τόπου όπως «από πάνω» ή «από μπροστά» κ.λ.π. επίθετα, κάνει μεγάλες και σωστές προτάσεις, μαθαίνει να ενώνει 2 προτάσεις σε 1. Λέει π.χ. «Θα πάμε βόλτα γιατί θα έρθει η γιαγιά» ή «Ο Νίκος που είναι φίλος μου, μου έφερε μια μπάλα». Μπορεί να κάνει συζήτηση, το παιχνίδι του που έχει αναπτυχθεί πολύ εμπλουτίζεται με λόγο.
Σε φωνολογικό επίπεδο στο πως χτίζει δηλαδή τις λεξούλες και ποια γραμματάκια χρησιμοποιεί το παιδί σε αυτή την ηλικία γύρω στα 4 ½ δηλαδή τελειοποιεί την ομιλία του –μπορεί και λέει όλα σχεδόν τα σύμφωνα ακόμα και σε συμπλέγματα εκτός του /r/ και των συμπλεγμάτων του.
Μετά τα 5 χρόνια το παιδί τείνει να μην κάνει εμφανή γραμματικά λάθη, μπορεί πια να αυτοδιορθώνεται. Η φωνολογική του ανάπτυξη μέχρι τα 6 χρόνια έχει ολοκληρωθεί. Σε ηλικία 8 χρονών δεν υπάρχει πλέον καμιά διαφορά στην ομιλία του παιδιού και ενός ενήλικα. Παρ’ όλα αυτά όμως η εξέλιξη του λόγου του κάθε παιδιού είναι ως ένα βαθμό ατομική περίπτωση και στις χρονικές περιόδους μπορούν να υπάρχουν μικρές αποκλίσεις. Όλα τα παιδιά δεν εξελίσσονται με τον ίδιο ρυθμό. Όπως μερικά περπατούν λίγο αργότερα κάποια μπορεί να μιλήσουν λίγο αργότερα.

Ποια είναι η σωστή γονεϊκή στάση απέναντι στην πιθανή δυσκολία;

Μέσω της συνεργασίας με κάποιους ειδικούς οι γονείς θα κατανοήσουν τη δυσκολία του παιδιού τους, θα μάθουν πως να το βοηθήσουν, ποιοι είναι οι παράγοντες που το δυσκολεύουν. Αυτή η συνεργασία βοηθάει στη μείωση του άγχους, στη βελτίωση της επικοινωνίας με το παιδί, οι γονείς μαθαίνουν να βλέπουν τα θετικά στοιχεία του παιδιού, να ενισχύονται και μαζί να ενισχύουν την αυτοπεποίθησή του.
Πότε πρέπει να απευθυνθούμε σε έναν ειδικό/λογοπεδικό για το λόγο του παιδιού μας;

Στις περιπτώσεις που υπάρχει σοβαρή καθυστέρηση στην έναρξη της ομιλίας:
• Εκεί δηλαδή που το παιδί έχει περάσει τους 18 μήνες και δεν έχει αρχίσει να λέει τις πρώτες του λέξεις
• Ή που παραμένει σε ένα στάδιο για πολύ καιρό, η εξέλιξη του λόγου του δηλαδή δεν είναι συνεχής. Λέει π.χ. λεξούλες αλλά δεν περνάει στη φάση των προτάσεων
• Ή έχει περάσει τα 4 χρόνια και οι προτάσεις του θυμίζουν ακόμα τηλεγράφημα και το λεξιλόγιό του είναι φτωχό.
• Ή η κατανόηση του είναι περιορισμένη
• Ή ενώ μίλησε κανονικά και κάνει προτάσεις είναι 4 χρονών και η άρθρωσή του δεν είναι καλή και η ομιλία του είναι δυσκατάληπτη, κάνει συνεχώς αντικαταστάσεις, λείπουν πολλοί φθόγγοι και το παιδί το καταλαβαίνουν μόνο οι γονείς.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στο θέμα της ακοής, τόσο στους πρώτους μήνες της ζωής του παιδιού, όσο και αργότερα. Ειδικά αν το παιδί κάνει συχνές ωτίτιδες. Μερικές φορές οι γονείς ακριβώς επειδή βλέπουν ότι το παιδί ακούει δεν συνδέουν τη δυσκολία στο λόγο με την ακοή. Όμως οι ωτίτιδες ή οι έντονες και συνεχείς ρινίτιδες γίνονται αιτία για μικρότερες ή μεγαλύτερες απώλειες ακοής, που συνδέονται με προβλήματα στην ομιλία και στο λόγο.
Ένας τραυλισμός που επιμένει και που δυσκολεύει την επικοινωνία του παιδιού θα πρέπει να κάνει τους γονείς να ζητήσουν τη βοήθεια ενός ειδικού. Το βήμα αυτό δε φαίνεται να είναι ιδιαίτερα εύκολο για τους γονείς. Η δυσκολία του παιδιού να μιλήσει συνήθως διαταράσσει την ισορροπία μιας οικογένειας. Φέρνει ένταση και άγχος στους γονείς. Το παιδί αντί για πηγή χαράς και ικανοποίησης γίνεται πηγή άγχους, απογοήτευσης και καμιά φορά ντροπής.Το μήνυμα τις περισσότερες φορές περνάει στο παιδί είτε λεκτικά με παρατηρήσεις του τύπου «μίλα πιο αργά», «πρόσεχε πως θα το πεις» ή «ξαναπές το» είτε εξωλεκτικά με την έκφραση του προσώπου κ.λ.π. Έτσι το παιδί φορτίζεται συναισθηματικά, επηρεάζεται ο ψυχικός του κόσμος, πέφτει η αυτοεκτίμησή του, γίνεται ανασφαλές κ.λ.π.

Η καλύτερη ηλικία παρέμβασης είναι μεταξύ 3 και 5 χρονών, όταν ο λόγος βρίσκεται στο βασικότερο και κρισιμότερο στάδιό του. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένας γονιός που έχει ανησυχήσει πιο πριν ή που βλέπει τις δυσκολίες παιδιού του δεν μπορεί να απευθυνθεί νωρίτερα.